Η ανάρτηση της κόρης του ήρωα Γ. Κατσάνη
Ηταν Ιούλιος του 1974 όταν ο ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού και αθλητής του Ηρακλή Θεσσαλονίκης έπεσε μαχόμενος στην Κύπρο. Με μια ανάρτηση της στο διαδίκτυο η κόρη του Λίνα , μιλά για τον πατέρα της και τα ιδανικά του
“Σαράντα τεσσερα χρόνια πέρασαν από εκείνον τον γεμάτο πόνο, Ιούλιο του 1974 . Σαράντα τέσσερα χρόνια που ο πατέρας μου Γεώργιος Κατσάνης ποτίζει με το αίμα του τα χώματα της Κύπρου .
Πολλές φορές αναρωτήθηκα πότε κάποιος γίνεται ΗΡΩΑΣ.
Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, γινόταν πόλεμος άνθρωποι σκοτωνόταν. Ήταν πολύ πιθανό να σκοτωθεί στις μάχες που γινόταν. Γιατί όμως ήρωας;
Τάχθηκε επικεφαλής της ομάδας διοίκησης χωρίς να έχει δίπλα του κανένα να τον αντικαταστήσει και να τον στηρίξει. Κοντά στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα πετυχαίνει το σκοπό της επιχείρησης .Και μένει εκεί περιμένοντας μια βοήθεια που δεν έφτασε ποτέ.
Μένει εκεί γνωρίζοντας ότι οι τουρκικές δυνάμεις ενισχύονται .Δεν εγκαταλείπει δεν υποχωρεί γνωρίζοντας τη μοίρα του μένει πιστός στο καθήκον.
Είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στη ζωή και στο καθήκον και διάλεξε το δεύτερο .Αυτή η επιλογή τον κάνει ήρωα. Προσπαθώ να σκεφτώ τις τελευταίες του στιγμές., μέσα στη φωτιά της μάχης όταν κατάλαβε ότι οι δυνάμεις που περίμενε δεν θα έφταναν ποτέ.
ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ!!
Ήταν ένας γενναίος άνθρωπος. Ποτισμένος από μικρός με το γάλα της φιλοπατρίας. Παντα μπροστά… Δύο φορές πλησίασε τον θάνατο με τις πτώσεις του στο Παναθηναϊκό στάδιο και στο Καυτατζόγλειο.
Όταν οι φίλοι του τον ρωτούσαν πως κατάφερε να ζήσει απαντούσε : Μα εγώ ξερω να πέφτω. Πράγματι ήξερε να πέφτει…
Και έπεσε εκεί στην λυσσαλέα μάχη του Άγιου Ιλαρίωνα.
Μεγαλώσαμε χωρίς τον πατέρα μου.Οι ζωές μας θα ήταν διαφορετικές αν ζούσε .Στηριχτήκαμε στην αγάπη και τη θυσία της μητέρας μου που σαράντα τέσσερα χρόνια έμεινε πιστή στην ανάμνηση του .
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά εμείς δεν ξεχνάμε πατέρα.. Δεν ξεχνάμε τίποτα και κανέναν .
Δεν ξεχνάμε τη θυσία ,την προδοσία ,τους αληθινούς φίλους, αυτούς που προσπάθησαν να κερδίσουν από το όνομα σου.
Δεν ξεχνάμε. Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά οι πληγές δεν έχουν κλείσει”.